- εγχειρητής
- οο χειρουργός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐγχειρητής — one who undertakes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγχειρητής — ο (AM ἐγχειρητής) νεοελλ. χειρουργός αρχ. αυτός που επιχειρεί κάτι … Dictionary of Greek
ἐγχειρηταί — ἐγχειρητής one who undertakes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχειρητήν — ἐγχειρητής one who undertakes masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχειρητέα — ἐγχειρητέον one must undertake neut nom/voc/acc pl ἐγχειρητέᾱ , ἐγχειρητέον one must undertake fem nom/voc/acc dual ἐγχειρητέᾱ , ἐγχειρητέον one must undertake fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐγχειρητέος neut nom/voc/acc pl ἐγχειρητής one… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)